- ακρόβαθρο
- Το τμήμα εκείνο του αντιτειχίσματος που δέχεται όλες τις καταπονήσεις εξαιτίας του φορτίου τόξου, στέγης ή θόλου. Δεν χρησιμοποιείται πλέον στις οικοδομικές κατασκευές, ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη γεφυροποιία. Τα α. αποτελούν, μαζί με τα μεσόβαθρα και τις θεμελιώσεις, την υποδομή των γεφυρών. Συνήθως κατασκευάζονται από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν - αρμέ), αν και σε μικρές γέφυρες τοποθετούνται αντί γι’ αυτά ογκώδεις πέτρες μεγάλης αντοχής. Ανάλογα με το ύψος και το μέγεθος του τόξου, τα α. παίρνουν και διαφορετικό σχήμα. Στις μικρές κατασκευές παίρνουν σχήμα ορθογωνίου ή τραπεζίου, ενώ στα τόξα μεγάλου ύψους έχουν μορφή πυραμίδας ώστε να εξασφαλίζεται ισοκατανομή της μέγιστης πίεσης. Όταν τα α. στηρίζουν τόξα μεγάλου ανοίγματος, παίρνουν κλίση με ορισμένη γωνία. Στην περίπτωση που έχουμε ογκώδεις κατασκευές συμφέρει οικονομικά η προσθήκη θόλων, οι οποίοι μειώνουν το βάρος στα α. Πρώτοι οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν α. και τους ακολούθησαν οι Βυζαντινοί. Στην εποχή της Αναγέννησης περιορίστηκε η πρακτική τους εφαρμογή. Στη σύγχρονη αρχιτεκτονική τα α. δεν χρησιμοποιούνται συχνά, αφού οι ξύλινοι θόλοι που στήριζαν τις στέγες δεν βρίσκουν πια εφαρμογή στην οικοδομική.
Dictionary of Greek. 2013.